Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

 
Σχολείο: «Το όνειρο»
 

Ποιο είναι το σχολείο που θέλουμε; Τι στόχο θα έχει; Ποιοι θα συμμετέχουν σ’ αυτό; Ποιος θα το διαχειρίζεται; Ποιος;.... Τι;.... Γιατί;...
***Του Αντώνη Καρούμπη
 Χιλιάδες ώρες συζητήσεων, υπευθύνων και μη, γονέων και παιδιών, εκπαιδευτικών και κοινωνίας...
Θυμάμαι όταν πρωτοξεκίνησα την πορεία μου στο χώρο της εκπαίδευσης, νεότευκτος «φυσικός», διάβασα στην «Ελευθεροτυπία» το άρθρο ενός εκπαιδευτικού που έβγαινε στη σύνταξη, κάνοντας μια αναδρομή στα τριάντα πέντε χρόνια της δικής του πορείας στο χώρο της εκπαίδευσης, καταλήγοντας στο ότι δεν μπόρεσε να αλλάξει σχεδόν τίποτα σε όλο αυτό το διάστημα. Με σόκαρε! Δεν μπορούσα! Δεν ήθελα να το πιστέψω! Έλεγα... «Δε γίνεται! Τριάντα πέντε χρόνια και τίποτα;»
Και να που πέρασαν τριάντα ένα δικά μου χρόνια στο χώρο της εκπαίδευσης και βλέπω ότι τα τριάντα πέντε έγιναν εξήντα έξι!
Και συνεχίζω. ΠΟΥ ΠΑΜΕ; Μπορεί να γίνει κάτι; Ποιος μπορεί να κάνει την αλλαγή; Ποιος πρέπει να αλλάξει; Πώς θα γίνει;  Η αδράνεια (για να χρησιμοποιήσω και την αγαπημένη μου έννοια από τη Φυσική) είναι τεράστια. Υπάρχει ελπίδα; Πέθανε τελευταία;
Θα σας πω, λοιπόν, ένα όνειρο. Ένα όνειρο που το βλέπω όταν κοιμάμαι, ή όταν κάνω πως κοιμάμαι. Ένα όνειρο που φεύγω μαζί του στις δύσκολες στιγμές, ατομικές ή συλλογικές. Ένα όνειρο που ξεκινάει από τη γειτονιά μου, από το νησί μου, από το χωριό μου πάνω στο βουνό, από την ξεχασμένη άκρη της μεγαλούπολης, από το εμπορικό της κέντρο. Από όπου περάσω και δω ένα σχολείο.
Ονειρεύομαι το σχολείο ανοιχτό, και το πρωί, και το μεσημέρι, και το απόγευμα, και το βράδυ, και το σαββατοκύριακο, και στις γιορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, και στις διακοπές του καλοκαιριού...
Όχι, μην τρομάζετε, φίλοι συνδικαλιστές, δεν προτείνω αύξηση ωραρίου. Αύξηση ποιότητας ζωής προτείνω.
Προτείνω ένα Σχολείο που δεν θα είναι κλειδωμένο με αλυσίδες στις πόρτες, σχολείο που δεν θα χρειάζεται καν να έχει κλειστές πόρτες. Δεν θα χρειάζεται καν πόρτες. Ούτε κάγκελα. Μόνο ωραίους μεγάλους κήπους- πάρκα. Με παιδικές χαρές, χώρους άθλησης. Χώρους συγκέντρωσης της γειτονιάς. Χώρους για συζητήσεις των καθημερινών προβλημάτων της γειτονιάς μας, της πόλης μας, της χώρας μας, της Ευρώπης μας. Του κόσμου όλου.
Χώρους που τα παιδιά θα παίζουν. Θα συζητούν με τους μεγάλους, τους παππούδες, τις γιαγιάδες. Που θα τους ξεπαρκάρουν από τα ΚΑΠΗ. Γιατί δεν θα τα χρειάζονται. Γιατί το σχολείο θα είναι χώρος και για αυτούς. Εκεί θα γίνονται δημιουργικοί. Θα διηγούνται στα παιδιά την ιστορία τους. Κι έτσι θα μαθαίνουν τα παιδιά μέσα από ιστορίες – παραμύθια, την ιστορία του τόπου τους. Θα ψάχνουν στην κάθε γωνιά της γειτονιάς τους να ζήσουν τις ιστορίες των παππούδων τους, των γιαγιάδων τους. Θα μαθαίνουν τα επαγγέλματα που υπήρχαν, που υπάρχουν, θα ανταλλάσουν ιδέες για το τι θα μπορεί να υπάρξει στο μέλλον. (Μίλησε κανένας για Σχολικό Επαγγελματικό Προσανατολισμό;).
Θα αναλάβουν οι παππούδες να περιποιούνται τον κήπο. Οι παλιοί τεχνίτες να διορθώσουν το σπασμένο παγκάκι. Να βάψουν τις γωνιές της αυλής, τις αίθουσες του σχολείου. Εκεί που θα συναντιούνται. Θα γίνονται οι παρουσιάσεις των βιβλίων των συγγραφέων. (Αλήθεια, πότε έγινε παρουσίαση του βιβλίου μέσα στο φυσικό του χώρο;). Θα γίνονται εκθέσεις νέων, και όχι μόνο, καλλιτεχνών για κάθε μορφή τέχνης. Θα προβάλλονται ταινίες- ντοκυμαντέρ σε συνεργασία με νέους και καταξιωμένους σκηνοθέτες. Θα παίζουν θέατρο σε συνεργασία με τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., το Κ.Θ.Β.Ε. στη Θεσσαλονίκη, ή , το Εθνικό στην Αθήνα, και κάθε άλλο θεατρικό σχήμα. Θα ακούμε συναυλίες με νέα και παλιά ρεύματα μουσικής, τα συγκροτήματα των παιδιών μας, τους νέους καλλιτέχνες, τους ερασιτέχνες, ημι-επαγγελματιές της γειτονιάς μας, τους νοσταλγικούς ήχους της περασμένης γενιάς.
Θα ερχόμαστε μαζί οι γονείς να συζητήσουμε με τη βοήθεια και των ειδικών επιστημόνων για το πώς θα μεγαλώσουμε τα παιδιά μας- δε θα μαθαίνουμε στου «κασιδιάρη το κεφάλι», όπως λέει και ο λαός μας. ( Μήπως αυτό λέγεται Σχολή Γονέων;). Και θα βάλουμε στο χορό (α, για χορό μίλησα: υπάρχουν τόσοι τοπικοί σύλλογοι που μπορούν να μάθουν σε παιδιά και μεγάλους, παραδοσιακούς και μοντέρνους χορούς. Και όχι μόνο: γαστρονομικές παραδόσεις και γεύσεις από την κουζίνα των γειτόνων μας που ήρθαν από μακριά, τα παιχνίδια τους, τις μουσικές τους, και όχι μόνο). Θα βάλουμε στο χορό έλεγα, και τους καθισμένους στον καναπέ να έρθουν να μάθουν Νέες Τεχνολογίες, ξένες γλώσσες, φωτογραφία, θέατρο, κινηματογράφο, και πόσα άλλα... (Μήπως αυτό λέγεται «Δια Βίου Μάθηση»;)
Θα ανοίξουμε τα εργαστήρια των επαγγελματικών μας λυκείων στη γειτονιά, αφού τα οργανώσουμε και τα εκσυγχρονίσουμε πρώτα, και θα πηγαίνει ο γονιός το αυτοκίνητό του στο σχολείο του παιδιού του για service, και θα κάνει και τα σχόλιά του στα παιδιά του και στην παρέα του για το αποτέλεσμα.
Και στις ώρες λειτουργίας του σχολείου τα παιδιά θα μάθουν να δουλεύουν μαζί. Να αλληλοϋποστηρίζονται σταματώντας τον ανταγωνισμό. Να συμπληρώνει το ένα το άλλο. Να δείχνει, να μαθαίνει τους άλλους εκεί  που έχει το ταλέντο του και να μαθαίνει από το ταλέντο των άλλων. Να συνεργάζεται με το συμμαθητή του εκεί που έχει την ανάγκη του ( πλήρης ενσωμάτωση των ειδικών ομάδων). Και οι δάσκαλοι- καθηγητές, συντονιστές στο ρόλο τους, στον «όρκο» του εκπαιδευτικού. Θα μάθουμε την αξία του Δημόσιου συμφέροντος ζώντας μέσα στο δημόσιο σχολείο, θα γνωρίσουμε το γείτονά μας. Θα προσπαθούμε μαζί...
Να πως πατάει στα πόδια της η Δημοκρατία μας... Πώς γίνεται διαφορετικό και το σχολείο!
Δε θα αφήσουμε, φυσικά, απ’ έξω και τους φοιτητές μας στα Πανεπιστήμια, στα Α.Τ.Ε.Ι. που μπορούν να παίξουν το δικό τους ρόλο με παράλληλες δράσεις των φοιτητών τους, ενισχυτικά, ως φορείς γνώσης και τέχνης σε κάθε σχολείο.
Και ύστερα, ξύπνησες;;;;
Ναι. Αλλά πολλά από αυτά δεν είναι ουτοπία. Πολλά από αυτά τα ξεκινήσαμε πριν από τρία χρόνια, με κάποιους «φωτισμένους» εκπαιδευτικούς και γονείς, και τα υλοποιήσαμε. Πού; Σε μια δύσκολη μεγαλούπολη. Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Με πολλή προσπάθεια και μεράκι. Πολλές ιδέες, πολλές ώρες δουλειάς. Ανάψαμε μια σπίθα. Δεν είχαμε τη στήριξη που θέλαμε. Δεν μας κατάλαβαν; Δεν ήθελαν την αλλαγή; Το διαφορετικό; Φοβήθηκαν το μέγεθος του αποτελέσματος; Δεν ξέρω... Κάτι από όλα. Μπορεί και όλα.
Δεν το βάζουμε κάτω, όμως. Το όνειρο υπάρχει. Τα σχέδια υπάρχουν, η διάθεση υπάρχει. Θα  προσπαθήσουμε. Θα συνεχίσουμε...


Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

 
"Ένας φίλος ήρθε απόψε απ' τα παλιά, φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις"
 
 
Ένα εξαιρετικό κείμενο… για την γενιά των 50 και βάλε,
γιατί και 'μεις κάποτε καλά μου παιδιά υπήρξαμε παιδιά και μάλιστα ζιζάνια!
 

Σύμφωνα με τις στατιστικές, αυτοί από εμάς που ήμασταν παιδιά τις δεκαετίες του 40, 50, 60 και 70, πιθανόν δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει.
Οι κούνιες μας ήταν βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο. Τα πατώματα είχαν μωσαϊκό που σου περόνιαζε τα κόκκαλα κι οι κρεβατοκάμαρες ξύλινα πατώματα που τα γυάλιζαν με παρκετίνη, με κάτι βαριές παρκετέζες και κάθε τόσο αγκίθες καρφωνόντουσαν στις ξυπόλητες πατούσες μας.
Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση. Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκίτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά.
Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, ούτε καπάκια στις πρίζες του δωματίου, εκείνες τις σκούρες τις φτιαγμένες από βακελίτη.
Ζεσταινόμασταν με σóμπες με ξύλα ή με… κάρβουνο, ή με θερμάστρες πετρελαίου. Που να βρεθεί καλοριφέρ τότε.
Τηλέφωνο είχε ή σε κανένα θάλαμο του ΟΤΕ με κερματοδέκτη με εκείνες τις μάρκες τις χαραγμένες, ή στο περίπτερο της γειτονιάς, που είχε κρεμασμένα με μανταλάκια τα περιοδικά μας ο Μικρός Ήρωας κι ο Μικρός Σερίφης, κι ακόμα το Ρομάντζο, το Πάνθεον, το Ντομινό, η Βεντέτα, το Πρώτο, το Εμπρός.
Ακόμα ζητάω τη σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου του τάληρου, ή τις πρώτες γκοφρέτες ΜΕΛΟ με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου, ακόμα θυμάμαι το Γλυφιτζούρι κοκοράκι, το μαλλί της γριάς στα πρόχειρα λούνα παρκ, το φρεσκοψημένο ποπ κορν , τις καραμέλες γάλακτος τις τυλιγμένες στο χρυσό χαρτί, τις κατακόκκινες καραμέλες τσάρλεστον, το πεστίλι πέτσα βερίκοκο, το αυθεντικό παστέλι, και το κάτασπρο μαντολάτο. Ακόμα θυμάμαι τη γεύση απ το καλαμπόκι και τα κάστανα και συγκινούμαι όταν βλέπω καστανάδες, λίγους πια και καλαμποκάδες σε κάνα πανηγύρι.
Χάθηκαν τα αυθεντικά σουβλάκια με τα ντονέρ και την ξεροψημένη πίτα και το κοκκινοπίπερο.
Τα αστικά λεωφορεία Σκανια Βάμπις, Σκόντα, Βόλβο κι αργότερα Βritish Leyland και ΗΙΝΟ, είχαν τη μηχανή μέσα και ήταν συνήθως καλυμμένη με μπλε δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα. Βόγκαγαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε ταχύτητα. Καμιά φορά είχε και μια θέση μπροστά δεξιά δίπλα στη μηχανή που ήταν η καλύτερη για τα παιδικά μας όνειρα. Υπήρχε και εισπράκτορας στριμωγμένος δίπλα στην πίσω πόρτα με το κλασσικό γκρι καπέλο με το γείσο, ένα πρωτόγονο μικρόφωνο κι έλεγε τις στάσεις ή φώναζε τέρμα τα μία και είκοσι. Θυμάστε εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε τα κέρματα και που τώρα τελευταία ξανάγιναν της μόδας;
Τα κίτρινα τρόλλεϋ με τους οδηγούς και τους εισπράκτορες με τις καφέ στολές, κι εκείνο το περίεργο μηχανάκι με τη μανιβέλλα που έκοβε τα εισιτήρια.
Τα γκρίζα αμερικάνικα πελώρια ταξί με τα καθισματάκια που έπεφταν από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων, γυρόφερναν ή άραζαν στις πιάτσες. Κι οι πειρατές, «ένα διφραγκάκι Σύνταγμα» τους έκοβαν το μεροκάματο.
Ποιος να έχει τότε Ι.Χ Οι λίγοι τυχεροί αγόραζαν VW σκαραβαίους, ή μεταχειρισμένα Consoul Cortina, Hansa, Wartburg, FIAT 1100, Opel Olympia. Θυμάστε τα Anglia, τα Peugeot 403, τα Renault 10 ή το Simca 1000, με τα ανύπαρκτα καλοριφέρ και τα λιγνά λάστιχα.
Το γάλα μας το έφερνε ο γαλατάς ή μέσα σε γυάλινα μπουκάλια με αλουμινένια καπάκια ή μας το άδειαζε από μεγάλες καρδάρες στην κατσαρόλα στην εξώπορτα.
Οι κολώνες του πάγου που τις έφερνε ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του και τις κουβάλαγε με εκείνο το περίεργο εργαλείο γάντζο, αργοέλιωναν στο κεφαλόσκαλο. Και η βρύση του ψυγείου είχε στο στόμιο της τυλιγμένο ένα λευκό τουλπάνι σα φίλτρο. Που ηλεκτρικά ψυγεία. Αργότερα θυμάμαι κάτι ΠΙΤΣΟΣ ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ.
Οι παπλωματάδες, οι καρεκλάδες οι γανωτζήδες οι ακονιστές κι οι τσαγκάρηδες είχαν πολλή δουλειά. Στην κεντρική λεωφόρο ένα πλήθος από λούστρους με καλογυαλισμένα κασελάκια που λαμποκοπούσαν περίμεναν πελάτη. Και σε κάποια γωνιά σε μια καμαρούλα 2Χ2 ήταν το βασίλειο του τσαγκάρη με εκείνο το περίεργο καλαπόδι που έβαζε ανάποδα το παπούτσι και το κόλλαγε και το κάρφωνε με εκείνες τις μαύρες πρόκες με το πλατύ κεφάλι και διάχυτη η μυρουδιά της βενζινόκολλας.
Στη γωνιά του δρόμου μια ΕΒΓΑ που πούλαγε γάλα, γιαούρτια και παγωτά σε ψυγεία με μαύρα λαχιστένια καπάκια, και σε μια γωνιά μεταλλικά κουτιά με γυάλινο επάνω μέρος και μέσα μπισκότα γεμιστά με κρέμα γεύση βανίλια σοκολάτα φράουλα και μπανάνα και κουραμπιέδες Μπούσιου αν θυμάμαι τυλιγμένους σε ημιδιαφανές χαρτί.
Στο κομμωτήριο της γειτονιάς οι κυρίες ψηνόντουσαν με τις ώρες κάτω απ τις κάσκες σεσουάρ με τα μαλλιά πασαλειμμένα πλιξ τυλιγμένα σε ρόλεϊ κι όλα μαζί σκεπασμένα με δίχτυ και τα αυτιά σκεπασμένα με κοκάλινα καπάκια. Η μανικιουρίστα καθάριζε τα πετσάκια και έβαφε τα νύχια με κατακόκκινο μανό που μύριζε ασετόν από δέκα μέτρα μακριά.
Ο καφές στα καφενεία ήταν μόνο Ελληνικός, τούρκικος τότε. Δεν υπήρχε νες ούτε φραπέ ούτε καπουτσίνο ούτε εσπρέσσο ούτε καν φίλτρου γαλλικός. Μόνο σε κανένα ζαχαροπλαστείο εύρισκες γαλλικό και βέβαια τον πλήρωνες πανάκριβα. Οι πρώτες καφετιέρες ήταν κάτι γυάλινες κανάτες γεμάτες νερό πάνω στη φωτιά, με ένα ειδικό μεταλλικό φίλτρο που ο ατμός που υγροποιόταν έπεφτε πάνω στον καφέ τον έριχνε στο νερό και ο κύκλος συνεχιζόταν μέχρις εξαντλήσεως του περιεχομένου.
Σαββατόβραδο στα μικράτα μας σινεμαδάκι την σπουδαία περίοδο του Ελληνικού κινηματογράφου και το βράδυ ταβερνάκι με μπριζολίτσα παιδάκια και μια γουλιά μπύρα που μας έδινε κρυφά η μάνα μας γιατί «το παιδί δεν πρέπει να πίνει».
Και αργότερα πιο μεγάλοι πια σινεμά και καφετέρια στον Πύργο των Αθηνών ,το Loubier, το Blue Bell, του Φλόκα, το Βυζάντιο, του Βρυλώνια με τις φοβερές μακαρονάδες. Τη Σόνια.
Με πόση χαρά ακολουθούσαμε Κυριακή πρωί τον πατέρα στο καφενείο και απολαμβάναμε επί ώρες μια κουταλιά βανίλια, το γνωστό υποβρύχιο μέσα σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, ή τρώγαμε το μεζέ του ούζου και του αφήναμε το ούζο ξεροσφύρι. Κι ύστερα με το ποδήλατο πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο κι εκείνος να μας ρίχνει κλεφτές ματιές κάθε που σήκωνε το κεφάλι του απ το τραπέζι με την πρέφα ή το τάβλι. Και το μεσημέρι της Κυριακής μετά το οικογενειακό γεύμα πόση πίκρα όταν έφευγε για το γήπεδο χωρίς εμάς γιατί ήταν μεγάλο παιγνίδι και με πόση λαχτάρα περιμέναμε να ακούσουμε την περιγραφή απ το ραδιόφωνο. Γεωργίου, Φώσκολος, Λογοθέτης κι αργότερα απ την τηλεόραση Διακογιάννης,  Φουντουκίδης Κατσαρός.
Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι ήταν ο παγωτατζής με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το ’σπρωχνε στο χωματόδρομο. Παπασπύρου ΑΣΤΥ ΕΒΓΑ. Μια δραχμή η κρέμα, μιάμιση το κακάο, δύο η σοκολάτα.
Τα καλοκαίρια μπάνιο με το πούλμαν ή πάνω στις καρότσες των αγροτικών ή με φορτηγά ή άντε με προϊστορικά λεωφορεία που ζεμάταγαν σαν την κόλαση στις κοντινές παραλίες, Καβούρι Βουλιαγμένη, Βάρκιζα άντε και στη Λουμπάρδα ή απ την άλλη μεριά Ραφήνα Νέα Μάκρη Κόκκινο λιμανάκι. Γελάγαμε με κάτι χοντρές γριές που κάνανε μπάνιο με τις κομπιναιζόν, Πέφταμε κάτω και χτυπιόμασταν όταν βλέπαμε κάποιους με το ένα χέρι να κρατάνε τυλιγμένη την πετσέτα γύρω τους και με το άλλο να προσπαθούν να βγάλουν το μαγιό και ναι βάλουν εσώρουχο και παντελόνι. Σιχαινόμασταν τα κεφτεδάκια ή τα ντολμαδάκια στην αμμουδιά. Και το νερό που πίναμε ήταν πάντα χλιαρό.
Και φρούτα, θεούλη μου τι φρούτα ήταν αυτά! Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να κουβαλάει κάτι δωδεκάκιλα Αμερικάνικα ριγέ καρπούζια και γιαρμάδες που σε κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά έτρεχαν στο πηγούνι και το λαιμό. Και πεπόνια που μοσχομύριζαν. Και κεράσια μέλι. Και σταφύλια ολόγλυκα. Ψωμί, τυρί φέτα και καρπούζι για φαγητό. Η υπέρτατη γεύση.
Πίναμε νερό απ’ το λάστιχο του κήπου (τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα), τρώγαμε λουκουμάδες με ζάχαρη, κουλούρι και τριγωνάκι κεφαλοτύρι απ τον πλανόδιο κουλουρά έξω απ την εκκλησία, αμφίβολης καθαριότητας τυρόπιτες και σάμαλι ( Δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε τέτοια νοστιμιά), κοκ και κορνέ με σαντιγί, και πάστες νουγκατίνες σοκολατίνες και σεράνο απ τις ΕΒΓΑ της γειτονιάς. Γευόμασταν βούτυρα και μαρμελάδες σπιτικές και σπιτικά γλυκά κουταλιού συκαλάκι, περγαμόντο, βύσσινο και πορτοκάλι, νερατζάκι, και φαγητά που δεν τα φτιάχνουν τώρα γιατί είναι κουραστικά. Ροστ μπηφ, μελιτζάνες παπουτσάκια, ιμάμ, παστίτσια, μουσακάδες. Τρώγαμε τόνους κεφτέδες με πατάτες τηγανιτές αλλά ποτέ δεν ήμασταν υπέρβαροι γιατί γυρνάγαμε όλη μέρα στους δρόμους και τις αλάνες παίζοντας.
Μοιραζόμασταν με τους φίλους μας μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα απ το ίδιο μπουκάλι και ποτέ κανένας μας δεν έπαθε τίποτε. Δεν πολυαρωσταίναμε , αλλά αν τύχαινε να αρρωστήσουμε πάντα υπήρχε μια καλή μάνα ή γιαγιά να μας δώσει λίγο φιδέ και να μας ρίξει βεντούζες να μας δώσει μια κουταλιά Νορισοντρίν, Ιπεσαντρίν ή ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι μαζί με ζάχαρη, ή να μας κάνει μια ένεση με γυάλινη σύριγγα που τη βράζανε στο κατσαρολάκι, και πιο ύστερα να μας διαβάσει κανένα παραμυθάκι για να αποκοιμηθούμε. Και κάτι θερμόμετρα γυάλινα του πεντάλεπτου και στα πόδια του κρεβατιού να γουργουρίζει η γάτα η παρδαλή και να αναδεύεται και να παίζει με την άκρη της κουβέρτας.
Όταν κάναμε ποδήλατο (eska ή velamos) δεν φορούσαμε κράνος και στην πίσω ρόδα βάζαμε πάντα χαρτόνι από πακέτο τσιγάρα πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι έτσι για να κάνει θόρυβο και να μας θυμίζει μηχανάκι.
Περνάγαμε ώρες έξω απ το σπίτι φτιάχνοντας πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια και κατεβαίναμε τις κατηφόρες τις γειτονιάς απλά για να διαπιστώσουμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο. Κι όταν σηκωνόμασταν μέσα απ τους θάμνους που καταλήγαμε, μαθαίναμε πώς να διορθώνουμε το πρόβλημα των φρένων. Για να μη ξαναπληγώσουμε τα γόνατα μας και να μην αποκτήσουμε ευμεγέθη καρούμπαλα στο κέντρο του μετώπου μας Κι αν τα αποκτούσαμε τα πατάγαμε με εκείνα τα μεγάλα τάλιρα για να μη φουσκώσουν.
Είχαμε φίλους. Βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε. Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους. Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέτες μας κουβαριασμένες και για καλάθια του μπάσκετ είχαμε τα περβάζια των παραθύρων. Πόσες φορές δεν σπάγαμε και κανένα τζάμι και εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου συνταξιούχου που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο. Ο παλιόγερος!
Σκάβαμε λακουβάκια για να παίξουμε γκαζές, ακόμα και κουτσό μαζί με τα κορίτσια, χαρτάκια ή απ αυτά που αγοράζαμε απ τα περίπτερα ή με τα χαρτόνια απ τα πακέτα τα τσιγάρα.
Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας και χτυπούσαμε την πόρτα, ή το πιο συνηθισμένο μπαίναμε χωρίς να ρωτήσουμε. Πέφταμε από δέντρα, κοβόμασταν, πληγώναμε τα γόνατα μας και σπάγαμε και κανένα χέρι και οι γονείς μας μάς κατσάδιαζαν κι αυτό ήταν. Λίγο βάμμα στην πληγή κι όξω απ την πόρτα. Τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές και μαυρίζαμε και μελανιάζαμε και πάλι φιλιώναμε. Παίζαμε ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Τα ακόντια μας ήταν τα κοντάρια απ τις σκούπες ειδικά από εκείνες που τύλιγαν με μια μαξιλαροθήκη και ξαράχνιαζαν τα ταβάνια. Οι ασπίδες μας ήταν τα καπάκια απ τις μεγάλες κατσαρόλες.
Τρώγαμε ακόμα και σκουλήκια και λάσπες απ τον κήπο. Θυμάστε τη γεύση της λάσπης; Ούτε μάτια βγάλαμε, ούτε τα σκουλήκια έζησαν για πολύ το στομάχι μας.
Κι όταν η γιαγιά πότιζε τον κήπο τι πλάκα να της πατάς το λάστιχο του ποτίσματος και να της κόβεις το νερό κι εκείνη να φωνάζει. Κι ο πανικός ακόμα μεγαλύτερος όταν πιάναμε το φλιτ με το εντομοκτόνο για να παίξουμε ανίδεοι για το δηλητήριο που περιείχε.
Στους ποδοσφαιρικούς μας αγώνες την ομάδα την έφτιαχναν μερικοί, οι υπόλοιποι μάθαιναν να ζουν χωρίς αρχηγιλίκι. Φεύγαμε απ το σπίτι το πρωί και παίζαμε όλη μέρα ελεύθεροι αρκεί να γυρίζαμε πίσω μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, ή όταν η μάνα μας έβαζε τις φωνές απ το μπαλκόνι να τσακιστούμε να ανεβούμε για διάβασμα. Δεν είχαμε βιντεοπαιχνίδια ούτε καν τηλεόραση, ούτε κινητά ούτε υπολογιστές ή internet άντε κανένα ραδιόφωνο με λυχνίες. Το καλύτερο δώρο ήταν ένα μικρό τρανζιστοράκι με εννιάβολτη Bereck για να ακούμε Εθνικό, ή Ενόπλων.
Πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα. Τρείς μέρες πρωί, τρείς μέρες απόγευμα. Τετάρτη απόγευμα Πέμπτη πρωί και την πρώτη ώρα Μαθηματικά. Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε το χέρι κάποιου καθηγητή να μας σηκώνει απ τη φαβορίτα ή να μας τραβάει τα αυτιά, η να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα. Κι η βίτσα, συνήθως από μουριά να μας πληγώνει την παλάμη. Οι πράξεις μας ήταν δικές μας και οι συνέπειες θα βάρυναν εμάς.
Ποιος δε θυμάται τις καζούρες ιδιαίτερα στους Θεολόγους, τις Αγγλικούδες και τους Τεχνικούς. Τα παρατσούκλια που τους βγάζαμε τα παλιόπαιδα. Ο γιαουρτάς, ο καρκίνος ο θέκλας ή θρούμπος,  ο φισφιρίκος. Την αγωνία μόλις έμπαινε ο μαθηματικός κι άνοιγε τον κατάλογο. -Για να σηκωθεί σήμερα ο ………. Και μέχρι να πει τον μελλοθάνατο, κόμπος το στομάχι.
Θυμάστε στα διαγωνίσματα την απεγνωσμένη προσπάθεια να αντιγράψουμε με το βιβλίο στα γόνατα, ή τα σκονάκια κρυμμένα στα μανίκια, ή τα κορίτσια που τα ’γραφαν με στυλό BIC ή SCHNEIDER πάνω στα μπούτια τους και τα κάλυπταν με τις μπλε ποδιές τους. Μπλε κοριτσίστικες ποδιές, άσπρο γιακαδάκι και άσπρη μπλε κορδέλα στα μαλλιά. Ποδιές που εξαφανιζόντουσαν στο λεωφορείο και χωνόντουσαν μες στις τσάντες και τα αγόρια που περίμεναν στο τέρμα του λεωφορείου.
Ποιος δε θυμάται τις ημερήσιες εκδρομές στον Κάλαμο, τον Άη Γιάννη το Ρώσο, το Ναύπλιο, τον Όσιο Λουκά, τους Δελφούς για να δούμε τον Ηνίοχο τον σκανδαλιάρη που σε κοίταγε πονηρά όπου κι αν στεκόσουνα ,με κάτι απίστευτα πούλμαν.
Και τους ποδοσφαιρικούς αγώνες των τριών ωρών και βάλε στα άδεια οικόπεδα που τώρα έχουν γίνει μεζονέτες και στούντιο.
Κάποιοι μαθητές όχι τόσο έξυπνοι ή επιμελείς έχαναν την τάξη και ξαναπήγαιναν στην ίδια. Θυμηθείτε πόσους διετείς είχατε στην τάξη σας στο γυμνάσιο. Ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι απ τα γένια και τη χοντρή φωνή.
Ο πρώτος μας έρωτας ήταν συνήθως αδελφή ή εξαδέλφη του καλύτερου φίλου μας. Θυμόσαστε το χτυποκάρδι αλήθεια; Την αγωνία μη μας πάρουν χαμπάρι. Το πρώτο φιλί. Τα ξαναμμένα μάγουλα ,το χνούδι πάνω απ το χείλος μας.
Θυμάστε τα πάρτυ γενεθλίων με 15 αγόρια και δύο κορίτσια, (Ποιος να αφήσει την κόρη του να πάει) με πορτοκαλάδα ή ΤΑΜ ΤΑΜ, πατατάκια τσιπς και σπιτικό κέικ κι αργότερα βερμουτάκι και ξηρούς καρπούς. Τις άπειρες φορές που χορεύαμε το ίδιο μπλουζ σε συνεννόηση με τον υπεύθυνο του πικάπ, έτσι για να μένουμε πιο πολλή ώρα αγκαλιασμένοι με το κορίτσι των ονείρων μας. Την απίστευτη φράση ΤΑ ΦΤΙΑΞΑΜΕ. Τι φτιάξαμε ο Θεός κι η ψυχή μας.
Πηγαίναμε στο γήπεδο τρείς ώρες πριν το ματς και γυρίζαμε παπί από τη βροχή και παγωμένοι μέχρι το μεδούλι τυλιγμένοι με μουσκεμένες σημαίες και χωμένοι σε πλαστικές σακούλες Κι με τις κάλτσες να τρέχουν.
Υπήρχαν τέσσερις εποχές διακριτές μεταξύ τους. Τα φύλλα των δέντρων έπεφταν το φθινόπωρο και τα μπουμπούκια των λουλουδιών άνθιζαν την άνοιξη. Υπήρχαν δέντρα και κήποι στις αυλές των σπιτιών και πηγάδια και χώμα που μύριζε μετά το πότισμα . Θυμάστε τους πανσέδες; Τα σκυλάκια; Τα χρυσάνθεμα;
Τις πλεχτές ζακέτες που βάζαμε κάπου μετά το Πάσχα. Τα πρώτα μακριά παντελόνια.
Τα καλοκαιρινά βράδια τα βγάζαμε ή στα σκαλιά παρέες παρέες, ή παίζοντας κρυφτό και κρυφτοντένεκο, ή στα καλοκαιρινά σινεμά με τα χαλίκια, τις καρέκλες με το πλαστικό σκοινί, τις μπουκαμβίλιες στη μάντρα, τον πασατέμπο και την πορτοκαλάδα ΠΑΡΘΕΝΩΝ. Αξέχαστα χρόνια.
Οι γενιές αυτές έβγαλαν μερικούς απ τους καλύτερους επιστήμονες, γιατρούς, μηχανικούς, ανθρώπους εργατικούς και τίμιους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους. Τα τελευταία πενήντα χρόνια έγινε έκρηξη σε καινοτομίες και νέες ιδέες. Είχαμε επιτυχίες, αποτυχίες και υπευθυνότητα και μάθαμε να τα αντιμετωπίζουμε όλα. Μεγαλώσαμε σαν παιδιά με τις χαρές και τις λύπες, μας. Ζήσαμε. Και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε όσο μας χρωστάει ο Θεός, σε πείσμα όλων αυτών που μας πλαστικοποίησαν τη ζωή με δικές τους ιδέες και για δικό τους όφελος.
 


Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

 
«Τρώγοντας τα φρούτα απ’ το δένδρο της γνώσης
Εισαγωγή στον ΓΑΛΙΛΑΙΟ του ΜΠΡΕΧΤ»
 

Χθες Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου, μαζί με μαθήτριες και μαθητές της Πολιτιστικής Ομάδας του σχολείου μας καθώς και κάποιους γονείς παρακολουθήσαμε στον κινηματογράφο ΑΛΚΥΟΝΙΣ την προβολή της ταινίας: «ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ»  του  JOSEPH LOSEY, που αποτελεί την μεταφορά του θεατρικού έργου του Bertolt Brecht στην κινηματογραφική οθόνη. Το έργο αυτό του κορυφαίου γερμανού δραματουργού επικεντρώνει στη δύναμη της γνώσης, την αδιάκοπη αναζήτηση της αλήθειας, το ρόλο και την ευθύνη του επιστήμονα και παραμένει επίκαιρο και καίριο, κυριολεκτικά ζητούμενο και στις μέρες μας.
«Στόχος μου δεν είναι ν’ αποδείξω ότι ως τώρα είχα δίκιο,
αλλά να βρω, εάν είχα δίκιο»
Οι απόψεις του Γαλιλαίου, στο έργο του Bertolt Brecht, είναι επαναστατικές, με την έννοια ότι στρέφονται ενάντια σε κάθε εξουσία κι οπουδήποτε αυτή η εξουσία προσπαθεί να στερεωθεί με δόγματα και εμμονές ενάντια στην πρόοδο των καιρών.
Της  προβολής προηγήθηκε  εισήγηση και συζήτηση με τη Νάντια Βαλαβάνη  μελετήτρια και μεταφράστρια του έργου του Bertolt Brecht, την οποία και παρακολουθήσαμε με εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Την ταινία «ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ»  του  JOSEPH LOSEY, η οποία σημειωτέον προβάλλεται πρώτη φορά στην Ελλάδα, εξασφαλίσαμε και θα προβάλουμε σύντομα και στο σχολείο μας.
Ευγενία Σιούτη 


Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ

            
η ταινιούλα που είχαμε φτιάξει πριν λίγα χρόνια
με τους μαθητές μου
 για την ενδοσχολική βία