Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Αντίο στα «Ξύλινα σπαθιά»


Συντάκτης: Μαριάννα Τζιαντζή, εφημερίδα των συντακτών

Υπάρχει ένα δώρο που και ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο δεν μπορεί σήμερα να το αγοράσει και να το προσφέρει στο παιδί του: το παιχνίδι στον δρόμο της πόλης.

Την ύπαρξη αυτού του απρόσιτου δώρου μάς την υπενθύμισε το αυτοβιογραφικό σημείωμα του Παντελή Καλιότσου, που αυτές τις μέρες, με αφορμή τον θάνατό του, αναδημοσιεύτηκε σε πολλά ηλεκτρονικά και έντυπα Μέσα.

Γράφει λοιπόν ο γεννημένος το 1925 συγγραφέας ότι οι φτωχές συνοικίες της Αθήνας όπου μεγάλωσε έσφυζαν από ζωή. «Οι γειτονιές, χωρίς αυτοκίνητα, ήταν φυσικά γεμάτες παιδιά. [...] Οι περίφημες μάχες που περιγράφω στα “Ξύλινα σπαθιά” έγιναν στην περιοχή από τον Αρδηττό ίσαμε το Α΄ Νεκροταφείο.

Εγώ ήμουν ο Θανάσης ο Αρχηγός. Σ’ αυτόν τον πόλεμο καταλάβαμε για πρώτη φορά εγώ και ο Στρατάρχης και όλος ο ξυπόλητος στρατός μας τη φτώχεια και τα βάσανα του άμαχου πληθυσμού».

Χόρτασε παιχνίδι ο μικρός Παντελής ως τα δέκα γιατί μετά αρρώστησε κι έμεινε στο νοσοκομείο της Βούλας μέχρι τα δώδεκα και ύστερα ακολούθησαν το νυχτερινό σχολείο και η βιοπάλη.

Χωρίς εκείνο το παιχνίδι, χωρίς τις από πρώτο χέρι σκληρές εμπειρίες των νεανικών του χρόνων, ίσως να μη γράφονταν τα «Ξύλινα σπαθιά» ή η σπαρακτική «Δεκεμβριανή νύχτα». Οι γειτονιές της πόλης ήταν εργαστήρια δημιουργικής γραφής όχι μόνο για τον Παντελή Καλιότσο αλλά και για πολλούς άλλους μεταπολεμικούς συγγραφείς.

Είναι μεγάλο σχολείο το παιχνίδι στον δρόμο, όμως σήμερα το ομαδικό παιχνίδι έχει σχεδόν ιδιωτικοποιηθεί. Αντί για ελεύθερη σύσταση παιδικών ομάδων, στρατιών και συμμοριών, τα παιδάκια της πόλης συμμετέχουν σε «δράσεις» ή «δραστηριότητες», που οργανώνονται από δήμους και ποικίλους καλών προθέσεων φορείς και επιχειρηματίες.

Δράσεις προγραμματισμένες, ελεγχόμενες, ψυχωφελείς και επιμορφωτικές, συνήθως με τη συνοδεία του γονέα. Δράσεις με δωρεάν συμμετοχή ή επί πληρωμή. Ασφαλώς είναι καλύτερο ένα παιδί να παίρνει μέρος σε «δράσεις» από το να περνά τις ώρες του καθηλωμένο μπροστά σε μια οθόνη, όμως τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το παιχνίδι στον δρόμο, με τον αυτοσχεδιασμό, την έκπληξη, την αναμέτρηση με πραγματικούς «αντιπάλους».

Στη δεκαετία του ’30, ο 12χρονος Γιάννης Κακουλίδης (συνονόματος του γνωστού συγγραφέα και διαφημιστή), όπως αφηγείται στα «Παιδιά της βροχής», πήγαινε με τα πόδια από την Καισαριανή στη Δεξαμενή έχοντας στην αγκαλιά του έναν τεράστιο πετεινό, τον Κίτσο, που τον έβαζαν να πάρει μέρος σε κοκορομαχίες, εν αγνοία των γονιών του.

Σήμερα ένας 12χρονος μπορεί να έχει διαπράξει χιλιάδες εικονικούς φόνους παίζοντας ατέλειωτες ώρες ηλεκτρονικά παιχνίδια, χωρίς όμως ούτε μια φορά να έχει περάσει ασυνόδευτος στο απέναντι πεζοδρόμιο ή να έχει μπει μόνος του στο λεωφορείο.

Αν ο πιο πλούσιος πατέρας στον κόσμο ήθελε να προσφέρει στο παιδί του το δώρο του παιχνιδιού στον δρόμο, θα έπρεπε να εγκατασταθεί με την οικογένειά του σε κάποια τριτοκοσμική πόλη, κάτι μάλλον απίθανο.

Ένα παιδί που σήμερα διαβάζει τα «Ξύλινα σπαθιά» βλέπει τον Θανάση τον Αρχηγό, τον Στρατάρχη, τον Κόντρα-Κουτό, τον Φούφη, τον Βότση το λεωφορείο, τον Πίπη να παίζουν στον δρόμο και να του γνέφουν να έρθει στην παρέα τους. Ομως δεν γίνεται: το τζάμι του χρόνου είναι αδιαπέραστο.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016


Καλή και δημιουργική σχολική χρονιά!


Κάθε χρόνο το Σεπτέμβρη σαν ανοίγουν τα σχολεία,
στις συνοικίες οι γυναίκες μπαίνουν στα χαρτοπωλεία
και αγοράζουν σχολικά βιβλία και τετράδια για τα παιδιά τους.

Απελπισμένες ψάχνουν στα τριμμένα τσαντάκια τους
και την τελευταία δεκάρα,
όλο παράπονο
που η γνώση είναι τόσο ακριβή.
Κι όμως μήτε που υποπτεύονται
πόσο κακή είναι η γνώση
που προορίζεται για τα παιδιά τους

Μπ. Μπρεχτ
 μετάφραση Πέτρου Μάρκαρη, εκδόσεις «Θεμέλιο»