Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

 
Το γεφύρι της καρδιάς μας  
 
 
 
 
Φωτογραφία του 1901, του γεφυριού της Πλάκας από τη συλλογή του Σουλτάνου Abdul Hamid I

Το μεγαλύτερο και ομορφότερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων! Μαζί με κάθε πέτρα, κάθε αγκωνάρι του που κατάπιε ο Άραχθος κατάπιε κι ένα κομμάτι της καρδιάς μας, της συλλογικής μας μνήμης. Επιτακτική λοιπόν η ανάγκη να αποκατασταθεί άμεσα για να «ζεύγει», έστω κουρασμένα πια, σιωπηλούς ποταμούς και θορυβώδεις χείμαρρους. Για να έρθει και πάλι η καρδιά μας στη θέση της!
Τζένη Σιούτη

Παραθέτω κείμενο του Δημήτρη Λένη
 
Ο γερο-πατέρας μου λυπημένος. «Τους πήρα όλους τηλέφωνο, έφυγε λέει, το πήρε το ποτάμι. Πώς έγινε αυτό; Κρίμα ρε παιδί μου». Κρατήθηκε όμως.
Η Μαρίνα πάλι όχι. ...
Ήταν η φωνή της μισό να κλάψει, μισό να βάλει τις φωνές. «Χρόνια τους το λέγαμε. Τους το φωνάζαμε. Θα πέσει! Και η ΔΕΗ ήθελε να να το πνίξει, να κάνει φράγμα. Το παλέψαμε όμως, να μη γίνει. Και μετά όταν τους είπαμε ότι έχει πρόβλημα, μας λέγανε ότι δεν θα γίνει τίποτα, ότι φωνάζουμε χωρίς λόγο. Μας κορόιδευαν. Και μας στείλανε και κάτι μηχανικούς να κάνουνε τσιμεντενέσεις. Εδώ πάει να πέσει, τους λέω, τι τσιμεντενέσεις; Θέλει δουλειά καλή τους λέω, θα δεις μου λένε αυτοί. Τις κάνανε τις τσιμεντενέσεις τους, και το γιοφύρι βάρυνε και πήρε κλίση! Θα πέσει στην πρώτη βροχή τους λέω, δεν έχει τίποτα μου λένε, άσε που έτσι κρατάμε και το κόστος χαμηλά. Φύγανε. Κι όμως, είχε γείρει.
Και πάω το πρωί στις εννιάμισι να δω, μπροστά στα μάτια μου έφυγε. Χάθηκε, το πήρε το ποτάμι! 150 χρόνια άντεξε κι έφυγε μπροστά στα μάτια μου! Τι να πεις, μας έχουν παρατημένους.»
Καλά αυτοί μεγάλωσαν μαζί του, ήταν μέρος της ζωής τους πριν τον πόλεμο, πριν να γίνει η γέφυρα, από κει βγαίνανε στον κόσμο. Μετά, όσοι ξεμείνανε στα κατσάβραχα, ήταν η ξεκούραση για το μάτι τους, η βόλτα τους, η περηφάνεια τους, η ιστορία τους, ήταν δικό τους ρε παιδί μου και τους πρόδωσαν, δεν το φρόντισαν ενώ ήταν υποχρέωσή τους, δεν το γιάτρεψαν, ενώ φαινόταν ότι είχε γεράσει και ήθελε φροντίδα.
Κι εγώ; Που ένας μακρινός ξεχασμένος προ-προ-πάππος τόχτισε (ίσως, δεν ξέρω, σάματις έχει σημασία αν ήταν όντως προ-προ-πάππος); Που μικρός, όταν στις εκλογές ανεβαίναμε στο χωριό, το ανέβαινα και μου φαινόταν θεόρατο -- να το φοβάσαι, το χάος να κάτω από τα πόδια σου και το βουητό του ποταμού να έρχεται σαν από τον άλλο κόσμο και που το μπέρδευα με της Άρτας και σκεφτόμουνα που να 'ναι θαμμένη η γυναίκα του πρωτομάστορα, από δεξιά ή από αριστερά;
Όταν το άκουσα ότι χάθηκε στο ραδιόφωνο ένιωσα σα να έχασα έναν αγαπημένο θείο. «Τι; Τι είπε ρε;» Έναν θείο που σπάνια τον έβλεπα αλλά κάθε φορά κάτι είχε να πει, κάπως ήξερε να με κοιτάξει.
Τι λέμε στα μνημόσυνα, να ζήσουμε να το θυμόμαστε που το περπατήσαμε;
Ε, όχι, δεν ήταν ούτε η μοίρα του, ούτε η ώρα του. Ήταν έγκλημα εκ προμελέτης. Και ήταν ένα από τα πολλά που έγιναν. Κι αν αυτό ήταν έγκλημα σε πέτρες, σε ντουβάρια πάνω από ποτάμια, μάρτυρες της ιστορίας μας, είναι κι άλλα χειρότερα. Σε αληθινούς ανθρώπους.
Άντε μου στο διάολο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου