Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

 
Ένα ποίημα για τους πρόσφυγες
Η 21η Μαρτίου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια ημέρα της ποίησης και διεθνής Ημέρα για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων και του ρατσισμού. «Στις μαύρες μέρες που ζούμε» καθώς λέει κι ο ποιητής, στις μέρες λοιπόν αυτές που το πρόβλημα των προσφύγων μας συγκλονίζει, ας ανατρέξουμε και πάλι στους ποιητές μας, στους ευαίσθητους αυτού του κόσμου κι ας αναστοχαστούμε σε τί κόσμο θέλουμε να ζούμε κι ας παλέψουμε να τον αλλάξουμε!
Παραθέτουμε αποσπάσματα από τρία προφητικά, θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς, ποιήματα του μεγάλου μας ποιητή, του Γιώργου Σεφέρη, που στις μέρες μας αποδεικνύονται  τραγικά επίκαιρα:
 « Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός»(1),   «Ἀλληλεγγύη»(2) και «Τελευταίος σταθμός»(3)
Και τώρα ας μιλήσουμε με λέξεις για τις λέξεις
Τις λέξεις του Γιώργου Σεφέρη. . .
Επί ασπαλάθων η Ελλάδα που μας πληγώνει όπου κι αν ταξιδέψουμε. .
Ζωή αλλάξαμε, ζωή δεν βρήκαμε κι όμως ζωή υπάρχει. Όμορφα που είναι τα μάτια μας, να ξέραμε μόνο να κοιτάμε.
 
(1)Γιώργος Σεφέρης - Μυθιστόρημα
 Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «Ποιήματα» 20η ἔκδοση, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, Ἀθῆναι 2000.
(2) ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Α΄ Εκδόσεις  Ίκαρος
(3) Άννα Λόντου  Εκδόσεις  Ίκαρος
 Τζένη Σιούτη
 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός
«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγὲς μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας. Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας. Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν».
 Ἀλληλεγγύη
Εἶναι ἐκεῖ δὲν μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω
μὲ δυὸ μεγάλα μάτια πίσω ἀπ᾿ τὸ κύμα
ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ φυσᾶ ὁ ἀγέρας
ἀκολουθώντας τὶς φτεροῦγες τῶν πουλιῶν
εἶναι ἐκεῖ μὲ δυὸ μεγάλα μάτια
μήπως ἄλλαξε κανεὶς ποτέ του.
Τί γυρεύετε; τὰ μηνύματά σας
ἔρχουνται ἀλλαγμένα ὡς τὸ καράβι
ἡ ἀγάπη σας γίνεται μίσος
ἡ γαλήνη σας γίνεται ταραχὴ
καὶ δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πίσω
νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπά σας στ᾿ ἀκρογιάλι.
Εἶναι ἐκεῖ τὰ μεγάλα μάτια
κι ὅταν μένω καρφωμένος στὴ γραμμή μου
κι ὅταν πέφτουν στὸν ὁρίζοντα τ᾿ ἀστέρια
εἶναι ἐκεῖ δεμένα στὸν αἰθέρα
σὰ μιὰ τύχη πιὸ δική μου ἀπ᾿ τὴ δική μου.
Τὰ λόγια σας συνήθεια τῆς ἀκοῆς
βουίζουν μέσα στὰ ξάρτια καὶ περνᾶνε
μήπως πιστεύω στὴν ὕπαρξή σας
μοιραῖοι σύντροφοι, ἀνυπόστατοι ἴσκιοι.
Ἔχασε τὸ χρῶμα του πιὰ αὐτὸς ὁ κόσμος
καθὼς τὰ φύκια στ᾿ ἀκρογιάλι τοῦ ἄλλου χρόνου
γκρίζα ξερὰ στὸ ἔλεος τοῦ ἀνέμου.
Ἕνα μεγάλο πέλαγο δυὸ μάτια
εὐκίνητα καὶ ἀκίνητα σὰν τὸν ἀγέρα
καὶ τὰ πανιά μου ὅσο κρατήσουν, κι ὁ θεός μου.
 
Τελευταίος σταθμός
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη  τὴ Συρία
τὸ κρατίδιο τῆς Κομμαγηνῆς πού ῾σβησε σὰν τὸ μικρὸ λυχνάρι
πολλὲς φορὲς γυρίζει στὸ μυαλό μας,
καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια
κι ἔπειτα ἀπόμειναν τόπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες
χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο τῆς  ἔρημος ἀπ᾿ τὶς Θάλασσες τοῦ Πρωτέα,
ψυχὲς μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες,
καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.
Τὸ βροχερὸ φθινόπωρο σ᾿ αὐτὴ τὴ γούβα
κακοφορμίζει τὴν πληγὴ τοῦ καθενός μας
ἢ αὐτὸ ποὺ θἄ ῾λεγες ἀλλιῶς, νέμεση μοίρα
ἢ μοναχὰ κακὲς συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη,
ἢ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων.
Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους-
ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο-
χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἕνα ἄσπρο στῆθος
μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας
καὶ πόδια ποὺ θὰ τρέχανε, κι ἂς εἶναι τόσο κουρασμένα,
στὸ παραμικρὸ σφύριγμα τοῦ κέρδους.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακὸς καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο,
ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο, ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἀπλώνουν-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ᾿ ἄλλο χωράφι-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ
ἄλλοι μπερδεύουνται μὲς στ᾿ ἀγαθά τους,
ἄλλοι  ρητορεύουν.
Ἀλλὰ τὰ ξόρκια τ᾿ ἀγαθὰ τὶς ρητορεῖες,
σὰν εἶναι οἱ ζωντανοὶ μακριά, τί θὰ τὰ κάνεις;
Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα;
Μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή;
Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.
 
Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε.
Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμάλωτου
τὴ σκέψη  τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατάντησε κι αὐτὸς πραμάτεια
δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δὲν μπορεῖς.
Ἴσως καὶ νἄ ῾θελε νὰ μείνει βασιλιὰς ἀνθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανεὶς δὲν ἀγοράζει,
νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων
ν᾿ ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο τοῦ μπαμποῦ,
καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Ὅμως ὁ τόπος ποὺ τὸν  πελεκοῦν καὶ ποὺ τοῦ καῖνε σὰν
τὸ πεῦκο, καὶ τὸν  βλέπεις εἴτε στὸ σκοτεινὸ βαγόνι,
χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες καὶ νύχτες
εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θὰ βουλιάξει
καθὼς τὸ δείχνουν οἱ στατιστικές,
ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν
ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες με τὰ δέντρα ἐκεῖνα
ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση
κι αὐτὰ καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν-
ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελόντας
λεῦγες καὶ λεῦγες-
ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας.
Κι ἂ σου μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς
εἶναι γιατὶ τ᾿ ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη
δὲν κουβεντιάζεται γιατὶ εἶναι ζωντανὴ
γιατὶ εἶναι ἀμίλητη καὶ προχωράει-
στάζει τὴ μέρα, στάζει στὸν ὕπνο
μνησιπήμων πόνος.
 
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου