Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

 Η ομιλία της Έμμυς  Χριστούλα στην παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων "Αποτυπώματα"



Αποτυπώματα. Από το εξώφυλλο αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο συγγραφικός λόγος δεν  προκύπτει εν κενώ, αλλά συνιστά την ιχνηλάτηση  μιας χρονίζουσας  αλληλεπίδρασης που έχει αναπτύξει η συγγραφέας με τον Άλλον. Με τον Άνθρωπο.

Καταφέρνει και βρίσκεται εκεί όπου το έλασσον συμβάν συναντά την ιστορία ή εκεί όπου το συμβάν συγκροτεί ιστορία, με σταθερή γωνία λήψης την ανθρώπινη περιπέτεια

 Για το λόγο αυτό τα διηγήματα αυτά, ζουν και έξω από το βιβλίο. Ζουν μέσα στη ζωή.

Τα πρόσωπα των διηγημάτων έχουν με διάφορες παραλλαγές, τη μορφή του εξόριστου, προσδιορίζοντας την  εξορία σαν ένα συναίσθηµα, σα µια κατάσταση δυσαρµονίας όπου αποκαλύπτεται η ρήξη ανάµεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσµο.

Στον εσωτερικό τους κόσμο  αξιώνουν την   αγάπη, την ανθρωπιά, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια, την αλληλεγγύη,  την ανήμερη μνήμη, σφυρηλατώντας μια κοινότητα αξιών.

Σαν ένας θίασος, σαν ένα περιπλανώμενο στο χώρο και το χρόνο μπουλούκι, με συνωμοτικούς κώδικες στίχους ηπειρώτικων δημοτικών, γραμμένους πάνω σε ένα πακέτο τσιγάρων που το κρατάνε κατάστηθα στην  τσέπη του πουκάμισου τους.

Και αυτός ακριβώς ο εσωτερικός τους κόσμος διαμορφώνει την ακριβή σκηνογραφία όπου θα λάβει χώρα μια τραγικής φύσης σύγκρουση με τον εξωτερικό κόσμο.

Εκείνον τον εξωτερικό κόσμο που πάσχει από πολυοργανική ανεπάρκεια, τον κόσμο του μετανεωτερικού καπιταλισμού.

Αυτού του μονόφθαλμου ανήθικου Κύκλωπα,  που δεν μπορεί να κοιτάζει αριστερά και δεξιά εκεί όπου βρίσκεται ο Άνθρωπος, παρά μόνο τον μπροστινό του Κανέναν, επιθυμώντας και επιδιώκοντας να τον περάσει, να τον κατασπαράξει, να τον καταβροχθίσει.

Η περιπέτεια της ανθρώπινης ιστορίας όμως, σε πείσμα της σύνεσης και του κυκλώπειου ορθολογισμού, σηματοδοτείται από τον Οδυσσέα.

Τον διωκόμενο από τα συστημικά ιερατεία Οδυσσέα.

Τον θυμωμένο, τον περιπλανώμενο, τον αντιστεκόμενο, τον εξόριστο, τον ηττημένο. Τον σκοτεινό συνωμότη που πάντα επιστρέφει.

Αυτοί είναι οι αντιήρωες της Τζένης, σε έναν κόσμο όπου τα σταθερά περιγράμματα διαλύονται, περιπλανώνται με το μόνο που τους απομένει την πεισμώδη αξιοπρέπειά τους και επιστρέφουν σταθερά, άλλοτε με στέρεη περπατησιά, άλλοτε τρεκλίζοντας, αφήνοντας όμως πάντα μέσα από το βρασμό των γεγονότων των προσωπικών τους ιστοριών, το αποτύπωμα τους. Που δεν είναι άλλο από απανωτά φορτία αγάπης, δίκιου, ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Άνθρωποι μέχρι το μεδούλι δηλαδή : ‘’ Εγώ θα επιμένω να ονειρεύομαι έναν κόσμο γεμάτο αγάπη και ελευθερία. Ακόμα και τώρα που σου μιλώ σαν ηττημένος, σαν πρόσφυγας. Πάντα θα ονειρεύομαι έναν κόσμο ελεύθερο, έναν κόσμο χωρίς αφεντικά ΄΄ λέει στην αγαπημένη του Στέλλα ο Ραμίν από την Τεχεράνη.

Τόπος των διηγημάτων όλη η γη.

Παλαιστίνη και Ντίσελντορφ, Πειραιάς και Αμέρικα Λατίνα, Γενεύη και βουνό Ναραγιάμα ή πλατεία Συντάγματος ένα παγκόσμιο βλέμμα που  καταφέρνει να μετασχηματίζει το συνεσταλμένο χρόνο των ηρώων, σε ένα χρόνο συλλογικό, στον οποίο τίποτε δεν έχει χαθεί και όλα,  είναι ακόμα μπροστά μας ΄΄ γιατί ο χρόνος είναι ο τρόπος που επιλέγει κανείς να ζει. Χρόνος είναι οι άνθρωποι΄΄

Σε αυτόν το χρόνο φέρνει πλάι πλάι την Ιρανή ποιήτρια Ταχερέ που τη στραγγάλισαν με το μεταξωτό της μαντήλι γιατί τόλμησε να εμφανιστεί χωρίς το τσαντόρ της, τη Λεϊλά Χάλεντ που ως άλλος Ίκαρος μας μπόλιασε τις ελεύθερες πτήσεις, τον Κούρδο Μαχμούτ που ψιθυρίζει ‘’ Solidarität liebe Jenny΄΄

τον Ελ Γκριέγκο που στα ανυπότακτα βουνά του Περού μαθαίνει ότι συντροφικότητα είναι να τρέφει ο ένας τον άλλον και να τρέφεται ο ένας από τον άλλον , πως ΄΄ πρέπει ο άνθρωπος να σέβεται τη Πατσαμάμα, τη μητέρα Γη, γιατί του δίνει τον καρπό της, μαθαίνει ακόμη να είναι περήφανος σαν τον κόνδορα και αγέρωχος σαν τα βουνά.

Τον Νικήτα που έβλεπε τα τιμαλφή που έπρεπε να σώσει, μια παλιά φωτογραφία, το παρελθόν, το αποστάγματα της κάθε ζωής

τη Μόρφω που γνώρισε τον πιο σκληρό δυνάστη, την πατριαρχία στο πρόσωπο του πατέρα της και του αγαπητικού της και βρήκε νησίδα ανθρωπιάς και τρυφερότητας στη νονά Μαρίκα, τη Φατίμα από την Αλγερία που πλήρωσε με τη ζωή της το πιο ακριβό ταυτοτικό χαρακτηριστικό της, την καταγωγή της, ήταν Αράβισσα

τον Τάκη τον μάγκα που αυτοκτόνησε από αγάπη και ντροπή γιατί αγάπησε τον Πέτρο

την Γιασμίν από τη Δυτική Όχθη, από τη Ραμάλα που διεκδίκησε ένα χωνάκι γης και το κέρδισε τελικά, ακριβώς ένα χωνάκι γης, όσο χωρεί μια ελιά.

Και ναι, τελικά γίνεται μια ελιά να χωρέσει όλη την Ιστορία. Να χωρέσει τον καημό της χαλασμένης μας ζωής, να ταράζει τον νοικοκυρεμένο ύπνο μας.

Να γίνει η  μικρή πατρίδα της μεγάλης μνήμης και της μεγαλειώδους  αντίστασης στον αγώνα των ανθρώπων να παραμείνουν άνθρωποι.

Σε αυτήν τη λιτανεία των αγώνων  όπου  δύναται να διακρατηθεί η αγάπη, η ανθρωπιά, η ελευθερία, η Τζένη επιμένει στη δυνατότητα και τη δικαιοδοσία των ανθρώπων να βγάζουν τη γλώσσα τους στην πολιτική ως διαχειριστικό υποσύστημα.

Στo διαχειριστικό υποσύστημα που κάποτε δεν αναγνώριζε ανθρώπους παρά μόνο  αριθμούς χαραγμένους στο αριστερό τους χέρι αν ήταν Εβραίοι, Ρομά, κομμουνιστές ή ομοφυλόφιλοι και σήμερα δε μιλά για ανθρώπους,  παρά για λαθραίους, αν λέγεσαι Ραμίν, Μπαχάρ ή Αυλάν

Σε αυτό το υποσύστημα  που στήνει τείχος διαμελίζοντας πατρίδες και ανθρώπινες ζωές αν ζεις στη Δυτική όχθη και παλεύεις χωρίς φωνή μόνον με τα μάτια, για το μόνο που σου έχει απομείνει, αν λέγεσαι Γιασμίν.

Που  ισοπεδώνει απάτητες κορφές, που ξεπατώνει τα ελατοσκεπασμένα Άγραφα, το Σμόλικα, το Γράμμο ή το Τσιβάι για να τα μετατρέψει σε εταιρικά προϊόντα υψηλών αποδόσεων

Που καλλιεργεί και ανασαίνει από τον ναρκισσιστικό ατομοκεντρισμό διαλύοντας τις κοινότητες και τη συλλογική συνείδηση, επενδύοντας χωρίς ρίσκο στην ανημπόρια και την απόγνωση του ενός ή της μιας 

Που κατασκευάζει σύγχρονους πολίτες με ατσαλάκωτη εικόνα για να ανταπεξέρχονται στις υψηλές ταχύτητες, στον ψηφιοποιημένο έρωτα, στο κυνήγι των στόχων, της επίδοσης και του χρόνου

Ένα υποσύστημα που εμφανίζει σε μία συγκεκριμένη φάση του, την αντιδραστικότερη μετάλλαξή του, τον φασισμό, όχι τόσο ως το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας σε κρίση, αλλά ως αξιοποίησή του από το σύστημα, που το ίδιο βρίσκεται σε κρίση.

Άλλωστε όπως είπε και ο Χορκχάιμερ ‘’πρέπει πράγματι να σιωπά για το φασισμό, όποιος δε θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό’’, αφού πρόκειται για ένα αλληλοτροφοδοτικό ολοκληρωτικό δίκτυο

Και η Τζένη μέσα από τα διηγήματά της σπάει την κοινότοπη, κυρίαρχη και καθησυχαστικά προβαλλόμενη ερμηνεία του φασιστικού φαινομένου ως μιας άπαξ εμφάνισης ενός μεταφυσικού κακού επί γης.

Ο Γιόχαν  πρώην εβραίος, νυν άθεος, κυνηγημένος από το ναζισμό θυμάται από τη νύχτα των κρυστάλλων : ‘’Η κόλαση του Δάντη είναι πολύ μικρή για να περιγράψει τον όλεθρο΄΄ και συνεχίζει την αφήγησή του ΄΄μια μέρα τους άκουσα να διηγούνται πως σκοτώσανε ένα πιτσιρίκι που προσπαθούσε να μαζέψει κάτι ξερά αχλάδια από μια αγριοαχλαδιά. Γελούσαν και καμαρώνανε που σκότωσαν ένα μικρό παιδί’’. Δεν είχαν τελικά ανθρώπινη υπόσταση΄΄

Όπως ανθρώπινη υπόσταση δεν είχε και ο Νικ που 70 χρόνια μετά ξυλοκοπούσε στη Θεσσαλονίκη Αιγύπτιους, γιατί οι φασίστες αντιδρούν με καταστροφικό τρόπο εναντίον της κίνησης της ζωής, εναντίον του πολύμορφου και πολλαπλού τρόπου της και λίγο αργότερα σκότωσε τη Φατίμα: ‘’ Γαμώ τον Αλλάχ σας, γαμώ’’ ουρλιάζει και σηκώνει ψηλά την ακονισμένη λάμα.

Η ίδια λάμα που σκότωσε και τον Παύλο Φύσσα, μιας μισάνθρωπης οργάνωσης, που μεταμφιέζει το φόβο, την αποστροφή και τη μισαλλοδοξία σε πολιτικά επιχειρήματα και θέσεις. Μιας οργάνωσης αποτελούμενης από τσαμπουκάδες με μια αντιαισθητική βαρβατίλα και με μια κοινωνικά επιδεικνυόμενη μαγκιά που αναπληρώνει και ανακουφίζει την εσωτερική τους μειονεξία

Αυτό, το ανθρωποκτόνο υποσύστημα και οι μεταλλάξεις του εξορίζουν του ήρωες των διηγημάτων. Οι ίδιοι όμως επιστρέφουν σταθερά, όχι γιατί λατρεύουν μια ψεύτικη ελπίδα, αλλά γιατί αγωνίζονται ενάντια στην αληθινή απελπισία, ανυψώνοντας την πολιτική στην  οντολογική της έννοια που ενυπάρχει, που συγκρούεται, που συστήνει αδιάκοπα και δυναμικά κάθε κοινωνική πρακτική.

Εδώ η πολιτική είναι οι ίδιοι οι ήρωες των διηγημάτων, που αγωνίζονται για τις πεζούλες τους και τις καλύβες τους.

 Σύμμαχός της Τζένης είναι το όνειρο .

Το όνειρό της υπάρχει γιατί νιώθει, αισθάνεται, συναισθάνεται. Πέφτει και σηκώνεται. Εξορίζεται και επιστρέφει.

Το όνειρό της υπάρχει ως πραγματικό, όπως λέει και ο Ντοστογιέφκσι στο όνειρο ενός γελοίου΄΄Δεν ήταν όνειρο, την είδα την αλήθεια, το είδα και το ξέρω πως μπορούνε οι άνθρωποι  να είναι ωραίοι κι ευτυχισμένοι χωρίς να χάσουν την ικανότητά τους να ζήσουνε στη γης’’

Όπως στο σχολείο τούτο με τον Εβέρ που διαβάζει Μπρεχτ, με τις Ικέτιδες στο βάθος της αυλής που περιμένουν για γύρισμα, το ηπειρωτικό κλαρίνο από το διάδρομο, τη Βάλουσκα, την περιβαλλοντική ομάδα, τον Ζουλφί Λιβανελί και τους scorpions και παραδίπλα τη Γάζα, όλα κάτω από ένα δέντρο που γράφει: αυτό που δεν αμφισβητήσαμε ποτέ το αμφισβητούμε σήμερα .

Εδώ και ο δέντρος μας Τζένη, να περιμένει κι αυτός εκείνες τις μέρες που ο παρών και ο παρελθών χρόνος θα είναι και οι δύο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο!

 

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου