Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

 Η ομιλία του Αλέξανδρου Σχισμένου στην παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων  "Αποτυπώματα"


Νομίζω πως όσα ακούσαμε μέχρι τώρα μας βάζουν στο κλίμα του βιβλίου. Ωστόσο θέλω να πω κι εγώ τα δικά μου.

Την Τζένη δεν είχα την τύχη, που είχατε κάποιοι, να τη γνωρίσω ως συνάδελφο, ως δασκάλα, ως καθηγήτρια, ή να συμμετέχω σ΄ αυτή την τρομερή δημιουργία, που έχει εμπνεύσει στους μαθητές της και την οποία έχουμε δει στον πολιτισμό, στο θέατρο, σε ταινίες μικρού μήκους και σε όλο αυτό τον πλούσιο κόσμο των ιδεών, τον οποίο μεταφέρει όχι μόνο στους μαθητές της αλλά και σε μας, όπου κι αν τη συναντούμε. Εγώ τη συνάντησα στα βουνά της Ηπείρου, σε κοινωνικούς αγώνες για την υπεράσπιση του φυσικού τοπίου. Δεν είμαι από την Ήπειρο, αλλά όταν γνώρισα τη Τζένη και περπατήσαμε όλοι μαζί εκεί πάνω στα βουνά, καταλάβαμε ότι αυτός ο τόσο όμορφος τόπος, δεν είναι μία καρτ ποστάλ, δεν είναι κάτι έξω από μας, ο τόπος, τα βουνά, η Μουργκάνα, δεν είναι απλά ένα γεωγραφικό στοιχείο. Δεν υπάρχουν, σ΄ αυτόν τον πλανήτη,  απλά γεωγραφικοί τόποι, είναι ιστορικοί τόποι. Αυτό νομίζω είναι η ουσία του συναισθήματος και της βαθύτερης διάστασης στην οποία μας βάζουν τα διηγήματά της. Μας βάζουν στη σύνδεση τόπου και χρόνου. Και είναι ουσιαστική αυτή η σύνδεση, μας φέρνει σε επαφή με ζωές, με χρόνους συνανθρώπων και με τόπους που μπορεί να μην έχουμε γνωρίσει, αλλά κουβαλάνε κάτι και από τη δική μας συγκίνηση. Αυτό που είχε πει ο καθηγητής και φίλος Βασίλης Νιτσιάκος στην παρουσίαση της Μουργκάνας είναι μεγάλη αλήθεια. Ο τόπος μας δεν είναι απλά το γεωγραφικό, φυσικό τοπίο, ο τόπος είναι οι σχέσεις των ανθρώπων, ο τόπος είναι οι άνθρωποι. Αυτό ήταν, νομίζω η ουσία της Μουργκάνας, του προηγούμενου βιβλίου της Τζένης, αλλά όπως η ίδια γράφει στα «Αποτυπώματα», κι ο χρόνος είναι οι άνθρωποι. Δεν μπορούμε να το διαχωρίσουμε αυτό.

Ο χρόνος είναι οι ιστορίες που δημιουργούμε εμείς και είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι τα διηγήματα της μάς βάζουν βαθιά στις ιστορίες των ανθρώπων. Είναι μια λογοτεχνία που θα έλεγα πως κινείται βαθιά μέσα στον ρεαλισμό του ανθρώπινου συναισθήματος. Δεν υπάρχουν τρυφερές στιγμές οι οποίες να είναι χωρίς κόστος, όπως δεν υπάρχουν και σκληρές στιγμές χωρίς κόστος.  

Θα σταθώ, για να μη σας κουράσω, μόνο σε τρεις στιγμές του βιβλίου, που νομίζω πως προσφέρονται ως ερμηνευτικά κλειδιά, για να ξεκλειδώσει κανείς τα «Αποτυπώματα», γιατί ως μη λογοτέχνης αναγκάζομαι να μιλήσω στεγνά για κάποια ζητήματα, τα οποία η λογοτεχνία προσεγγίζει πιο βαθιά.

Ξεκινώντας, να πούμε πως σ΄ αυτή τη συλλογή, πέρα από τον εσωτερικό ρυθμό του κάθε διηγήματος που είναι αυτόνομο, ενυπάρχει και ένας άλλος ρυθμός που διατρέχει και συνδέει τα διηγήματα μεταξύ τους.

Το πρώτο διήγημα είναι η «Αναχώρηση». Είναι αυτό, που πολύ σωστά αναφέρθηκε, ο ορισμός της εξορίας και της επιστροφής. Αυτή η εξορία και η επιστροφή όπως μας δείχνει το πρώτο κιόλας διήγημα, δεν είναι απλά μια εξορία και μια επιστροφή εξωτερική. Είναι μια εξορία από το μέλλον, το οποίο δεν έγινε πραγματικότητα, από ένα αγώνα ο οποίος μπορεί να χάθηκε, αλλά του οποίου το νόημα, αυτού του λανθάνοντος μέλλοντος, της δυνατότητας, παραμένει ακόμα ζωντανό. Άρα είναι ένα μέλλον συνεχώς υπαρκτό. Ο αντάρτης είναι αυτός που αναχωρεί και δεν το κάνει για να φύγει από τον κόσμο, ουσιαστικά αναχωρεί από τη ζωή, επιστρέφοντας, ανακεφαλαιώνοντας, ξαναφέρνοντας όλα όσα είχαν σημασία και δίνονται σε μας. Αναχωρεί λοιπόν όχι από τον κόσμο, αναχωρεί για να επιστρέψει στην ιστορία, να γονιμοποιήσει, να φωτίσει και πάλι το δέντρο της. Πώς; Με την προσωπική του μαρτυρία, η οποία δεν απευθύνεται βέβαια σε μας, αλλά στη Μάρω, μέσα όμως από την πένα της Τζένης μπορούμε να δούμε και να καταλάβουμε αυτόν τον πραγματικά ζωντανό άνθρωπο.  Αναχώρηση λοιπόν, χωρίς αναχωρητές, αναχώρηση για την επιστροφή, στον τόπο των αγώνων μας, στο χρόνο των αγώνων μας, στον τόπο και στον χρόνο που συνθέτουμε μαζί.

«Ο ωρολογοποιός», είναι το δεύτερο διήγημα στο οποίο θέλω να αναφερθώ. Ο  Αινστάιν, ο χαρτογράφος της μαθηματικής λογικής αντίληψης του χρόνου που έχουμε σήμερα σαν καθιερωμένο μοντέλο, έλεγε πως… «αν ήθελα, αν μπορούσα να καταλάβω τον χρόνο, θα γινόμουν ωρολογοποιός». Γιατί; Γιατί ο ωρολογοποιός βρίσκεται αντιμέτωπος μ΄ αυτή την διφυΐα του χρόνου, δηλαδή ένα λεπτό είναι ένα λεπτό κι όμως το περιεχόμενο ενός λεπτού είναι εντελώς διαφορετικό. Το λεπτό, η στιγμή  αυτή που «Ο ωρολογοποιός» διατηρεί μες την αιωνιότητα. Η στιγμή πριν το πρώτο ερωτικό άγγιγμα, η στιγμή αυτή έχει βάρος που δεν μετριέται με μαθηματικούς όρους. Είναι μια στιγμή που διαποτίζει μια ζωή, και μας αφορά, γιατί τέτοιες στιγμές συνθέτουν και τις δικές μας ζωές. Και μας αφορά ακόμα περισσότερο, γιατί οι στιγμές που συνθέτουν τις ζωές των ηρώων της Τζένης δεν είναι απομονωμένες, συνθέτουν την ιστορία, μια ιστορία γεμάτη πόνο, μια ιστορία χαμένων αγώνων, που όμως δεν βουλιάζουν στη λήθη. Η μνήμη η οποία διατηρείται μέσα στα διηγήματα, δεν είναι μνήμη της προσωπικής ιστορίας του καθενός, είναι η μνήμη της κοινής πατρίδας μας, μητρίδας μας, του κοινού μας στόχου. Υπήρχε ένας Ρωμαίος ποιητής, ο Τερέντιος που έλεγε: «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Τι σημαίνει αυτή η φράση; Σημαίνει ότι οι αγώνες των ανθρώπων, τα συναισθήματά τους, οι αγωνίες τους, βρίσκονται σε τόπους που μπορεί να μην έχουμε οι ίδιοι ζήσει, να μην τους έχουμε δει και επισκεφτεί ποτέ, μεταφέρουν όμως τον κοινό πόνο, την κοινή αγωνία που νιώθουμε κι εμείς όταν ανοιγόμαστε στη φύση και στους ανθρώπους γύρω μας. Όταν υπερβαίνουμε την αποξένωση. Η Τζένη μας δείχνει ένα τρόπο να υπερβαίνουμε την αποξένωση με την συναίσθηση ότι κι άλλοι άνθρωποι υποφέρουν και ότι η δική μας αξιοπρέπεια είναι κοινή με τη δική τους. Ενώ υπάρχει μια κακώς νοούμενη αντίληψη στον κόσμο τον σημερινό ότι η αποξένωση προκύπτει από την ύπαρξη των άλλων στη ζωή μας, στην πραγματικότητα η Τζένη μάς δείχνει ότι η υπέρβαση της αποξένωσης επιτυγχάνεται με την αναγνώριση του άλλου μέσα μας. Όχι μόνο του άλλου που μας μεγάλωσε και του άλλου που θυμόμαστε, αλλά και εκείνου του άλλου που αγωνίστηκε για κάτι το οποίο μπορούμε κι εμείς να καταλάβουμε.

Τα διηγήματα μάς πάνε σ΄ αυτό το ταξίδι, μας δείχνουν την ποιότητα του χρόνου, όπου ποιότητα εννοούμε  το ειδικό βάρος του, τον φαντασιακό χρόνο που κυοφορεί ένα μέλλον.  Τον χρόνο που είναι φορτωμένος από τη μνήμη ενός παρελθόντος που δεν έσβησε, που θα μπορούσε να επιφέρει μια άλλη πραγματικότητα και που αυτό μεταδίδεται από τον έναν στον άλλο. Γιατί πραγματικά η εξορία που βιώνουν οι ήρωες της Τζένης είναι αυτή που προκύπτει από την αποξένωση που δημιουργεί ένα σύστημα που λειτουργεί ενάντια στην κοινωνία των ανθρώπων, καταρρακώνοντας, διασπώντας τους χρόνους.  

Στο πολύ σημαντικό διήγημά της «Ο Γερμανός», μας δείχνει πώς ο πόνος γεννάει πόνο και πώς η αποξένωση, - αν δεν κάνουμε το βήμα να υπερβούμε αυτό που μας έχουν μάθει ως θέση μας στον κόσμο, αν δεν γίνει το βήμα αυτό, πέρα από την εξορία στην οποία μας έχουν βάλει οι από πάνω, - τότε καταλήγουμε να αναπαράγουμε χωρίς κανένα όφελος, χωρίς καμιά απόλαυση, αυτή την εξορία. Ο Γερμανός αναπαράγει την εξορία την οποία έζησε μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να την υπερβεί μέσα από τον άλλο. Νομίζω πως αυτό είναι το σημαντικό και το τρομερό μέσα σε ένα διήγημα το οποίο θα χαρακτήριζα λογοτεχνία. Ότι δηλαδή δε μπορεί να μας αφήσει ασυγκίνητους, επειδή μας θυμίζει κάτι. Μας θυμίζει κάτι ακόμα κι αν μιλάει για ένα μέρος που δεν έχουμε ζήσει. Δεν έχουμε πάει στη Ραμάλα, στο Περού, δεν έχουμε πάει στη Μουργκάνα. Μας τα φέρνει όμως η Τζένη. Υπάρχει αυτό στα διηγήματά της. Η αντανάκλασή μας στον τόπο και στον χρόνο.

Οι ήρωες των «Αποτυπωμάτων» της Τζένης είναι εξόριστοι που επιστρέφουν. Και επιστρέφουν όχι γυρνώντας προς τα πίσω, αλλά πηγαίνοντας στο μέλλον. Δεν είναι λωτοφάγοι, αυτό είναι το σημαντικό, δεν είμαστε λωτοφάγοι, δεν ξεχνάμε αυτά τα οποία συνθέτουν το νόημα της ζωής μας. Και το νόημα της ζωής μας, όπως μας δείχνει η Τζένη, είναι συλλογικό και είναι και ιστορικό. Οι μαρτυρίες μας είναι κυριολεκτικά αυτές που συνθέτουν πραγματικά την κίνηση της ιστορίας. Και οι άλλοι μέσα μας δεν είναι ξένοι, αλλά είναι τόπος μας, ένα κομμάτι της δικιάς μας φαντασιακής μητρίδας. Είναι μια χάντρα η κάθε συνάντηση, ένα αποτύπωμα η κάθε σχέση που δημιουργείται ανάμεσά μας.

Τελειώνω με την τελευταία φράση του βιβλίου, που για μένα νομίζω ότι είναι ένα τελευταίο ερμηνευτικό κλειδί για να αποκωδικοποιήσουμε τα διηγήματα. Το βιβλίο διαχωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο είναι οι άνθρωποι που κουβαλούν τον τόπο μέσα τους. Στο δεύτερο υπάρχει ένας τόπος στο βάθος, η Μουργκάνα, η οποία θα λέγαμε δίνει νόημα, βάθος, στις σχέσεις των ανθρώπων, υπάρχει εκεί σαν ηχώ. Όλα συνθέτουν στιγμές, οι οποίες συντίθενται σε ιστορίες, φτιάχνουν κολιεδάκια. «Ένα κολιεδάκι ενενήντα χρονών. Κάθε χάντρα του και μνήμη, κάθε κόμπος του και πόνος.» Αυτό το κολιεδάκι νομίζω είναι η ιστορία της ανθρωπότητας. Και η Τζένη μάς δίνει, όπως κάθε λογοτέχνης που γράφει πραγματικά, μια ματιά μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας, μέσα από μια ματιά στη ζωή των άλλων ανθρώπων.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου